μηχανοκρατία

μηχανοκρατία
(Φιλοσ.). Όρος που αναφέρεται στις θεωρίες που οδηγούν στην ερμηνεία όλων των φαινόμενων, φυσικών και ψυχολογικών, σύμφωνα με το σχήμα καθαρά μηχανικών νόμων, δηλαδή αμετάβλητων και αιτιοκρατικά καθορισμένων. Κλασικά παραδείγματα μ. στην ιστορία της σκέψης είναι οι ατομικές θεωρίες της αρχαιότητας (Δημόκριτος, Επίκουρος, Λουκρήτιος), η καρτεσιανή κοσμολογία και ψυχολογία (Ντεκάρτ), ο υλισμός του 18ου αιώνα (Λα Μετρί και Χόλμπαχ). Γενικά μηχανοκρατική είναι επίσης η κοσμολογία από την οποία γεννήθηκε τον 17o αι. η νεότερη επιστήμη. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του υλισμού. Η έννοια της μ. συνεπάγεται μια υλιστική αντίληψη του κόσμου, εναντίον μιας οπωσδήποτε πνευματοκρατικής θεώρησης: παράδειγμα της σύγκρουσης αυτής στην ιστορία της φιλοσοφίας είναι η πολεμική των θεολόγων της σχολής του Κέμπριτζ (Κάντγουερθ) εναντίον του Χομπς, που κατηγορήθηκε ακριβώς για mechanizing humour (μηχανιστική διάθεση), αλλά δεν καλύπτει ολόκληρο τον χώρο των εννοιών του υλισμού, επειδή αυτός δεν συνεπάγεται αναγκαστικά μια μηχανοκρατική ερμηνεία των φαινομένων. Ούτε άλλωστε η μ. αποκλείει αναγκαστικά την ιδέα μιας σκοπιμότητας που ενεργεί στη φύση· και ακριβώς στο σημείο αυτό είναι σωστό να γίνεται διάκριση μεταξύ της κλασικής μ., που υποστηρίζει την τυχαία γένεση του κόσμου, και της μ. της επιστήμης του 17ου αι., που αποδίδει το σχέδιο του κοσμικού μηχανισμού στο θείο πνεύμα και στη θεία πρόνοια, έτσι, που ο Νεύτων για παράδειγμα και ο Μπόιλ, αν και παραδέχονταν τις αρχές και τις μεθόδους μιας φυσικής μηχανοκρατικής και ατομικής φιλοσοφίας, μπορούσαν να δεχτούν και τα θεμελιώδη δόγματα του εξ αποκαλύψεως Χριστιανισμού.
* * *
η
θεωρία που ερμηνεύει όλα τα φαινόμενα τής φύσης απολυτοποιώντας τους νόμους τής μηχανικής και ανάγοντας τα σύνθετα φαινόμενα σε φαινόμενα απλούστερα, τα οποία τά εμπεριέχουν, λ.χ. τα βιολογικά φαινόμενα σε φυσικοχημικά, αγνοώντας ή παραθεωρώντας τον ιδιότυπο, ποιοτικά διάφορο, χαρακτήρα τών αντίστοιχων νόμων και φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -κρατία (< -κράτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηχανοκρατία — η φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι τα πάντα στον κόσμο γίνονται με μηχανιστικούς νόμους αποκλείοντας τη σκοπιμότητα στη ζωή των όντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτιοκρατία — η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία τα πάντα στον κόσμο συμβαίνουν σύμφωνα με μια αιτιώδη αλληλουχία σε κάθε αιτία επακολουθεί το αποτέλεσμα αναγκαστικά. Αυστηρή μορφή τής αιτιοκρατίας είναι η «μηχανοκρατία», η οποία αντίκειται στην «τελολογία»… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανικισμός — ο η μηχανοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανική (βλ. λ. μηχανικός) + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανοκρατία …   Dictionary of Greek

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

  • υλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία — (Federico Garcia Lorca, Φουεντεβακέρος, Γρενάδα 1898 – 1936). Ισπανός ποιητής και δραματουργός. Γιος αγρότη και δασκάλας, φοίτησε σε ένα σχολείο ιησουιτών, ενώ το 1923 έλαβε πτυχίο νομικής. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1913 28) σύχναζε… …   Dictionary of Greek

  • Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”